Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Αθεϊσμός, γιατί είμαστε ανοιχτοί σε απόψεις και άλλων

Αθεϊσμός ή Αθεΐα ονομάζεται η οντολογική θέση που απορρίπτει την ύπαρξη του Θεού.[1] Αντίκειται στον θεϊσμό και περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις εκείνων που δεν έχουν πίστη στην ύπαρξη θεοτήτων (αρνητικός αθεϊσμός) όσο κι εκείνων που πιστεύουν ρητά στη μη ύπαρξη τέτοιων οντοτήτων (θετικός αθεϊσμός)[2]. Κατά την Αρχαιότητα, ο επικουρισμός περιέκλειε αθεϊστικές αντιλήψεις, αλλά εξαφανίστηκε από την ελληνορωμαϊκή φιλοσοφική παράδοση καθώς αυξανόταν η επιρροή του νεοπλατωνισμού.
Κατά την εποχή του Διαφωτισμού η έννοια του αθεϊσμού αναδύθηκε εκ νέου ως κατηγορία εναντίον εκείνων που αμφισβητούσαν το θρησκευτικό status quo, αλλά μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα είχε γίνει η φιλοσοφική τοποθέτηση μιας αυξανόμενης μειονότητας. Μέχρι τον 20ο αιώνα, παράλληλα με την εξάπλωση του ορθολογισμού και του ανθρωπισμού, ο αθεϊσμός είχε γίνει μια κοινότοπη τοποθέτηση, επικρατούσα ιδίως μεταξύ των επιστημόνων.
Όπως συμβαίνει και με παρόμοιες μη-ντεϊστικές έννοιες στον αγνωστικισμό, δεν υπάρχουν θέσεις που να μπορούμε να πούμε ότι τις προσυπογράφουν όλοι οι αθεϊστές. Πολλοί αθεϊστές όντως μοιράζονται κοινές ανησυχίες σχετικά με τις αποδείξεις και την επιστημονική μέθοδο, αλλά υποστηρίζουν ότι ο αθεϊσμός δεν είναι ούτε θρησκεία ούτε ένα παγιωμένο σύστημα πεποιθήσεων.


Ετυμολογία

Στα πρώιμα αρχαία Ελληνικά, το επίθετο άθεος (από το στερητικό α + θεός) σήμαινε εκείνον που ήταν "χωρίς θεούς" ή εκείνον που του "έλειπε η πίστη στους θεούς". Η λέξη απέκτησε ένα επιπρόσθετο νόημα κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, οπότε και εξέφραζε την πλήρη έλλειψη σχέσεων με τους θεούς, δηλαδή σήμαινε "αρνητής των θεών, άθρησκος, ανόσιος", είχε δε βαρύτερες συνυποδηλώσεις από τον όρο ασεβής. Οι σύγχρονες μεταφράσεις των κλασικών κειμένων μερικές φορές αποδίδουν το "άθεος" ως "αθεϊστής". Υπήρχε επίσης το αφηρημένο ουσιαστικό αθεότης: "αθεϊσμός". Ο Κικέρων μετέγραψε τη λέξη στα λατινικά με τη μορφή "atheos". Η συζήτηση περί αθέων υπήρξε έντονη στη διαμάχη μεταξύ των πρώτων χριστιανών και των παγανιστών, με την κάθε πλευρά να χαρακτηρίζει αθεϊσμό τις πεποιθήσεις της αντίπαλης.
Ο A.B. Drachmann παρατηρεί:
Αθεϊσμός και αθεϊστής είναι λέξεις που διαμορφώθηκαν από ελληνικές ρίζες και με ελληνικές καταλήξεις. Εντούτοις δεν είναι [αρχαίες, ΣτΜ] ελληνικές· η μορφή τους δεν είναι σύμφωνη προς την ελληνική χρήση. Στα ελληνικά έλεγαν άθεος και αθεότης· Σ' αυτές αντιστοιχούν με σχετική ακρίβεια οι αγγλικές λέξεις ungodly (ανευλαβής) και ungodliness (ανευλάβεια, ασέβεια). Ακριβώς όπως και η λέξη ungodly [στα αγγλικά], ο όρος άθεος χρησιμοποιούνταν ως σοβαρή μομφή και ηθική καταδίκη· αυτή είναι μια παλιά χρήση της λέξης, και δη η παλαιότερη που μπορεί να εντοπιστεί. Μόνο μεταγενέστερα βρίσκουμε τη λέξη να χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό δόγμα.[3]

Ορισμοί του αθεϊσμού

Πολλοί διανοητές έχουν προβληματιστεί με το πώς μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ο αθεϊσμός: μεγάλο μέρος της σχετικής λογοτεχνίας εμπεριέχει ή προκαλεί σύγχυση.
Μεταξύ των σύγχρονων αθεϊστών, ο αθεϊσμός γίνεται ευρύτερα αντιληπτός με την έννοια του "χωρίς (ή, επιθετικά, "ελεύθερος από") θεϊστικές πεποιθήσεις". Αυτός ο πολύ ευρύς ορισμός δικαιολογείται με αναφορά στην ετυμολογία της λέξης καθώς και στη συνέπειά του με τη χρήση του όρου που κάνουν οι αθεϊστές.

Πρακτικός και εικοτολογικός αθεϊσμός στη θρησκευτική απολογητική

Οι πρώτες απόπειρες να οριστεί ή να αναπτυχθεί μια τυπολογία του αθεϊσμού παρουσιάστηκαν στη θρησκευτική απολογητική. Αυτές οι απόπειρες εκφράστηκαν με τη χρήση ορολογίας και εν μέσω συμφραζομένων τα οποία, ως ήταν αναμενόμενο, απηχούσαν τις θρησκευτικές υποθέσεις και προκαταλήψεις των συγγραφέων. Παρόλα αυτά, αναγνωριζόταν ότι υπήρχε μια ποικιλομορφία στις αθεϊστικές απόψεις· καθιερώθηκε κοινώς μια διάκριση ανάμεσα στον πρακτικό αθεϊσμό και τον εικοτολογικό (υποθετικό) αθεϊσμό. Ο πρακτικός αθεϊσμός λεγόταν ότι πηγάζει από την ηθική αστοχία, την υποκρισία, την ηθελημένη άγνοια και την απιστία. Οι πρακτικοί αθεϊστές συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρχε ο Θεός, οι ηθικές αξίες και η κοινωνική υπευθυνότητα. Όσο για τον σοβαρό εικοτολογικό αθεϊσμό, από την άλλη μεριά, η ύπαρξή του αμφισβητούνταν. Το ότι κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στον αθεϊσμό δια της λογικής οδού θεωρούνταν κάτι το αδύνατο (δείτε για παράδειγμα Armstrong (1999 σελ.331-332)).
Ο Martin (1990, σελ.465-466) επισημαίνει ότι ο πρακτικός αθεϊσμός θα μπορούσε να περιγραφεί ακριβέστερα ως αλλοτριωμένος θεϊσμός.
Όταν στην πορεία της ιστορίας των ιδεών η άρνηση της ύπαρξης του "εικοτολογικού" αθεϊσμού δεν μπορούσε πλέον να υποστηριχθεί, ο αθεϊσμός παρόλα αυτά συνέχισε να απωθείται με το να ορίζεται πολύ στενά, με το να απορρίπτεται ως απαράδεκτα δογματικός ή να παρερμηνεύεται σκόπιμα.


Επιχειρήματα υπέρ του Αθεϊσμού

Δογματισμός

Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς στο βιβλίο του Η περί θεού αυταπάτη (The God Delusion, 2006),[5] υποστηρίζει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι δόγμα, το οποίο βασίζεται σε γραφές που δεν έχουν αλλάξει για χιλιάδες χρόνια (όπως τα ιερά βιβλία σχεδόν όλων των θρησκειών), αλλά επιστημονική και λογική παρατήρηση του κόσμου γύρω μας βασισμένη στην επιστημονική μέθοδο. Αντίθετα ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ ή ακόμα και ο Βουδισμός, οι οποίες είναι οι κυριότερες θρησκείες παγκοσμίως, κηρύσσουν σήμερα τα ίδια πράγματα που κήρυτταν και πριν από εκατονταετίες και τα ιερά βιβλία τους έχουν παραμείνει τα ίδια χωρίς ανανέωση ιδεών. Το μόνο που άλλαξε είναι η ερμηνεία των ιερών κειμένων, τακτική που ακολουθείται για να συνυπάρχει η θρησκεία με τις αναμφισβήτητες σύγχρονες επιστημονικές αλήθειες. Παραδείγματος χάριν η ερμηνεία των ιερών βιβλίων του χριστιανισμού καταδίκασε τον Γαλιλαίο σε θάνατο επειδή υποστήριζε ότι η Γη κινείται ενώ ακριβώς τα ίδια βιβλία θεωρούν σήμερα ότι η Μεγάλη Έκρηξη είναι απολύτως συμβατή με την χριστιανική διδασκαλία, εφ' όσον ο Θεός με έκρηξη έπλασε τον κόσμο. [6]

Προσφυγή στην άγνοια

Η προσφυγή στην άγνοια αποτελεί λογική πλάνη και σημαίνει ότι η αδυναμία να αποδειχτεί η μη ύπαρξη σημαίνει την αυτόματη αποδοχή της ύπαρξης. Δηλαδή δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι ο θεός δεν υπάρχει, άρα υπάρχει. Σε αυτήν ακριβώς την λογική έχουν βασιστεί αρκετές θρησκείες-παρωδίες όπως η Τσαγιέρα του Ράσελ, η Αόρατη Ροζ Μονόκερως, το Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας και άλλες. Η αδυναμία της επιστήμης να αποδείξει την μη ύπαρξη του θεού χρίζει ιδιαίτερης προσοχής για το τι ακριβώς θεωρεί η επιστήμη βεβαιότητα ή για το πόσο ένα πιθανό γεγονός είναι «σχεδόν βέβαιο» ή «σχεδόν αβέβαιο». Παραδείγματος χάριν εάν κάποιος ρίξει ένα νόμισμα 1.000.000 φορές η επιστήμη δεν θεωρεί βεβαιότητα ούτε θεωρεί ότι είναι «σχεδόν βέβαιο» ότι δεν θα έρθει 1.000.000 φορές «γράμματα». (Η πιθανότητα να έρθει 1.000.000 φορές γράμματα είναι 2−1.000.000, αριθμός μεγαλύτερος του μηδενός άρα όχι απίθανο)
Η a priori απόδειξη της ύπαρξης του θεού από τον Άνσελμο του Καντέρμπερι, ο οποίος θεωρείται κυρίαρχη μορφή της θεολογίας και της φιλοσοφίας την εποχή του μεσαίωνα, γνωστό ως οντολογικό επιχείρημα, είναι ο ακόλουθος ισχυρισμός: εάν μπορείς να σκεφτείς την ύπαρξη ενός μεγαλειώδους όντος που καλλίτερο δεν γίνεται, τότε αυτό το όν υπάρχει γιατί εάν δεν υπήρχε τότε δεν θα μπορούσες να το σκεφτείς. Η λογική αυτή είναι απολύτως συμβατή με την ακόλουθη: μπορείς να σκεφτείς ότι στο νέφος του Όορτ υπάρχει μια συμπυκνωμένη αστακομακαρονάδα που σε λίγο θα γίνει μαύρη τρύπα; Εάν ναι τότε η αστακομακαρονάδα-μαύρη τρύπα υπάρχει και κανείς αστρονόμος ή οποιοδήποτε άλλο όργανο παρατήρησης επίγειο ή σε τροχιά στο διάστημα θα μπορούσε να αποδείξει με απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτή η συμπυκνωμένη αστακομακαρονάδα δεν υπάρχει!

Προσφυγή στην αυθεντία

Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς δηλώνει ότι κανείς άθεος δεν θα παραμείνει άθεος εάν γίνει ένα θαύμα (δηλαδή μια θεϊκή αποκάλυψη) την οποία όμως θα παρατηρήσει πλήθος ανθρώπων ταυτόχρονα και όχι ένας ή δύο ή μια μικρή ομάδα, όπως συνήθως γίνεται στα κατά καιρούς «θαύματα» που επίσημα παραδέχεται η εκκλησία και αυτόματα διδάσκονται στα σχολεία, όπου και λαμβάνουν την «επισημότητα» που χρειάζονται ώστε να γίνουν «αναμφισβήτητες αλήθειες». Αυτός ακριβώς ο μηχανισμός προσφυγή στην αυθεντία (argumentum ad verecundiam), δηλαδή επειδή το είπε ο δάσκαλος / παπάς / γιατρός / γονέας / - σχεδόν οι μοναδικοί άνθρωποι που συναναστρέφονται τα παιδιά - ή επειδή είναι γραμμένο στο σχολικό βιβλίο άρα είναι και αληθινό, είναι πίσω από πολλές «αναμφισβήτητες αλήθειες» που έχουν με την πάροδο του χρόνου αποδειχτεί πλάνες, όχι μόνο σε ότι αφορά την θρησκεία, όπως παραδείγματος χάριν η πλάνη της ύπαρξης του Δία και των άλλων ολύμπιων θεών, αλλά και σε επιστημονικά θέματα. Ίσως το τρανταχτότερο παράδειγμα τέτοιας «αληθοφανούς πλάνης» σε διεθνές επίπεδο, έξω από την θρησκεία, είναι η επί χιλιάδες χρόνια πεποίθηση των ανθρώπων ότι οι ουρανοί γυρνάνε γύρω από την Γη. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος είχε προτείνει το ηλιοκεντρικό μοντέλο, το οποίο όμως θάφτηκε επειδή οι αναγνωρισμένες αυθεντίες της εποχής όπως ο Αριστοτέλης και αργότερα ο Κλαύδιος Πτολεμαίος είχαν αντίθετη άποψη. Αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός δεν επιβεβαιώνει μόνο ότι η επιρροή αναγνωρισμένων ανθρώπων μπορεί να οδηγήσει σε απίστευτες πλάνες αλλά επί πλέον, και πιο σημαντικό, δείχνει ποσό αληθές μπορεί είναι το προφανές των οφθαλμών μας. Οι ουρανοί γυρνάνε γύρω από την γη γιατί τους βλέπουμε, πως είναι δυνατόν να γυρνάει η γη γύρω από τον εαυτό της; Άσε που το λέει και ο Αριστοτέλης ο οποίος να σημειωθεί δεν ήταν καν αστρονόμος. Και κάπως έτσι θάφτηκε η αλήθεια του Αρίσταρχου.
Εάν αναλογιστεί κανείς ότι η ύπαρξη του θεού κάθε άλλο παρά προφανής είναι, τότε θα πρέπει κάποιος να σκεφτεί πολύ σοβαρά ότι η πιθανότητα να κάνει λάθος το συναίσθημα του είναι μάλλον μεγαλύτερη παρά μικρότερη, ισχυρίζεται στο βιβλίο του ο Ρίτσαρντ Ντόκινς. Διότι όπως αναφέρει, αλλά και όπως αποδεικνύεται ιστορικά, το συναίσθημα είναι ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι πιστεύουν σε θεούς από καταβολής της ανθρωπότητας. Εάν ήταν η παρατήρηση τότε θα πιστεύαμε ακόμα στον Ρα, στο δωδεκάθεο, στον Θωρ και τους χιλιάδες άλλους θεούς που «έπλασε» ο homo sapiens τα τελευταία διακόσια χιλιάδες χρόνια που υπάρχει στην γη. [7] Αυτό ακριβώς το συναίσθημα ως βάση της πίστης αντικρούεται πανεύκολα από τον καθένα με στοιχειώδη λογική, καθώς σχεδόν κανείς χριστιανός θα μπορούσε σοβαρά να ισχυριστεί ότι θα ήταν χριστιανός και όχι μουσουλμάνος εάν αμέσως μετά την γέννηση του είχε δοθεί για υιοθεσία σε μια ντόπια οικογένεια στην Τεχεράνη ή στο Ριάντ. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η πιθανότητα να είναι το ισχυρό συναίσθημα που νοιώθουν οι άνθρωποι προς τον θεό, όποιος θεός και να είναι αυτός, προϊόν των άλλων γύρω τους και όχι δική τους επιλογή είναι κάθε άλλο από αμελητέα. Ο μηχανισμός της προσφυγής στην αυθεντία λειτουργεί διαχρονικά και πλάθει τις κοινωνίες επιβραδύνοντας την εξέλιξη τους. Η λογική πλάνη της προσφυγής στην άγνοια, που είδαμε παραπάνω, γίνεται πραγματικότητα με το επιχείρημα ότι εάν ο θεός δεν υπήρχε τότε γιατί τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι διαχρονικά πιστεύουν στον θεό; Το επιχείρημα αυτό είναι ο ορισμός της λογικής πλάνης της προσφυγής στην αυθεντία και του συνδρόμου της αγέλης: αφού το λένε τόσοι θα είναι και αληθινό. (Όπως ακριβώς τόσοι και τόσοι άνθρωποι για τόσα και τόσα χρόνια λέγανε ότι οι ουρανοί γυρνάνε γύρω από την Γη.)

Οι κίνδυνοι της θρησκείας

Μερικοί επιφανείς άθεοι - όπως ο Μπέρτραντ Ράσελ, Κρίστοφερ Χίτσενς, Σαμ Χάρις και Ρίτσαρντ Ντόκινς - έχουν επικρίνει τις θρησκείες, αναφέροντας τις επιζήμιες πτυχές διαφόρων θρησκευτικών πρακτικών και δογμάτων. Άθεοι έχουν συχνά εμπλακεί σε διάλογο με υποστηρικτές της θρησκείας και οι συζητήσεις αφορούν το ζήτημα στο κατά πόσον οι θρησκείες παρέχουν όφελος τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Ένα επιχείρημα ότι οι θρησκείες μπορεί να είναι επιβλαβείς, όπως ισχυρίστηκε ο Σαμ Χάρις, είναι ότι η εξάρτηση των δυτικών θρησκειών στην θεία εξουσία προσφέρεται για αυταρχισμό και δογματισμό. Άθεοι αναφέρουν στοιχεία που δείχνουν ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και «εξωγενούς θρησκείας» (όταν δηλαδή η θρησκεία υποστηρίζεται επειδή εξυπηρετεί απώτερα αόρατα συμφέροντα) τον αυταρχισμό, το δογματισμό και την προκατάληψη. Τα επιχειρήματα αυτά σε συνδυασμό με αναφορές σε ιστορικά γεγονότα όπως οι Σταυροφορίες, η Ιερά Εξέταση, οι δίκες μαγισσών και οι τρομοκρατικές επιθέσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί σε απάντηση αυτών που εκθειάζουν τα υποτιθέμενα ευεργετικά αποτελέσματα της πίστης σε θρησκείες.

Τι είναι Αγνωστικισμός;

Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός, καθώς και ο σχετικός όρος αγνωστικιστής πλάστηκαν από τον Τόμας Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley) στα 1869 και χρησιμοποιούνται επίσης για να περιγράψουν εκείνους που υϊοθετούν μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας. Η λέξη αγνωστικιστής προέρχεται από το στερητικό α και τη γνώση. Ο Αγνωστικισμός δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη θεώρηση που αντιμάχεται ειδικά το δόγμα της γνώσης και τον Γνωστικισμό—αυτές είναι θρησκευτικές έννοιες που δεν σχετίζονται εν γένει με τον αγνωστικισμό.
Οι αγνωστικιστές μπορεί να ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε απόλυτη ή βέβαιη πνευματική (μεταφυσική) γνώση· εναλλακτικά μπορεί να πρεσβεύουν ότι ενώ η βεβαιότητα ενδέχεται να είναι δυνατή, οι ίδιοι προσωπικά δεν κατέχουν τέτοια γνώση. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αγνωστικισμός εμπεριέχει σκεπτικισμό απέναντι στις θρησκευτικές

Μεταξύ των πιο διάσημων αγνωστικιστών (με την αρχική έννοια του όρου) συγκαταλέγονταν ο Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ, ο Κάρολος Δαρβίνος και ο Μπέρτραντ Ράσσελ. Έχει υποστηριχθεί με βάση τα έργα του Ντέιβιντ Χιουμ, ιδιαίτερα τους Διαλόγους σχετικά με την Φυσική Θρησκεία (Dialogues Concerning Natural Religion), ότι υπήρξε αγνωστικιστής, αλλά τούτο παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση. Επίσης, ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας είχε εκφράσει ουσιαστικά, αναφερόμενος στους θεούς, την άποψη του ισχυρού αγνωστικισμού, μολονότι η χρήση του όρου είναι στην περίπτωση αυτή αναχρονιστική..

Πρωταγόρας

Ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας, όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, έδωσε την παρακάτω απάντηση:
"Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής" (Diels-Kranz 80 Β4).
Για αυτή του τη δήλωση ο Πρωταγόρας εξορίστηκε και τα βιβλία του ρίχτηκαν στην πυρά. Δεν είναι απόλυτα σαφές αν ο Πρωταγόρας θεωρούσε την ύπαρξη των θεών εγγενώς ανεξιχνίαστη ή απλώς εξαιρετικά δύσκολη να διαπιστωθεί. Η φράση "το άδηλο του ζητήματος" κλίνει προς την πρώτη εκδοχή· η φράση "η συντομία της ανθρώπινης ζωής" προς τη δεύτερη. Κατά συνέπεια, η κατάταξή του στους ισχυρούς αγνωστικιστές (βλ. παρακάτω, παραλλαγές του αγνωστικισμού) πρέπει να γίνεται με επιφύλαξη. Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να τον συμπεριλάβουμε στους αγνωστικιστές.

Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ

Οι αγνωστικές απόψεις είναι παλιές όσο και ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός, αλλά οι όροι "αγνωστικιστής" και "αγνωστικισμός" πλάστηκαν από τον Χάξλεϋ με σκοπό να συνοψίσει τις σκέψεις του σχετικά με τις εξελίξεις της εποχής του στη μεταφυσική, που αφορούσαν το "απροσμέτρητο" (Χάμιλτον) και το "ανεξιχνίαστο" (Χέρμπερτ Σπένσερ). Είναι σημαντικό, επομένως, να αποσαφηνίσουμε τις απόψεις του ίδιου του Χάξλεϋ επί του θέματος. Αν και ο Χάξλεϋ ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τον όρο "αγνωστικιστής" στα 1869, οι απόψεις του είχαν διαμορφωθεί κάπως νωρίτερα. Σε επιστολή του προς τον Τσαρλς Κίνγκσλεϋ (23 Σεπτεμβρίου, 1860) αναπτύσσει εκτενώς τις απόψεις του:
"Την αθανασία του ανθρώπου ούτε την βεβαιώνω ούτε την αρνούμαι. Δεν βλέπω κανένα λόγο να την πιστέψω, από την άλλη όμως, δεν έχω και κανένα τρόπο να την καταρρίψω. Δεν αντιτίθεμαι a priori στο δόγμα. Κανένας άνθρωπος που πρέπει να κατατρίβεται καθημερινώς και συνεχώς με τη φύση δεν έχει την πολυτέλεια να απασχολείται με a priori δυσκολίες. Δώστε μου σχετικές αποδείξεις, τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την πίστη μου σε οτιδήποτε άλλο, και θα το πιστέψω. Και γιατί όχι; Δεν είναι [η αθανασία του ανθρώπου] ούτε κατά το ήμισυ τόσο θαυμαστή όσο η διατήρηση της δύναμης ή η αφθαρσία της ύλης [...]"
"Δεν ωφελεί να μου μιλάτε για αναλογίες και πιθανολογίες. Γνωρίζω τι εννοώ όταν λέω ότι πιστεύω στο νόμο του αντιστρόφου τετραγώνου, και δεν θα εναποθέσω τη ζωή και τις ελπίδες μου σε ασθενέστερες πεποιθήσεις [...]"
"Το ότι η προσωπικότητά μου είναι το βεβαιότερο απ' όσα γνωρίζω ίσως είναι αλήθεια. Αλλά η απόπειρα να συλλάβω το τι ακριβώς είναι αυτή με οδηγεί απλώς σε λεκτικές λεπτολογίες. Έχω αναμασήσει πια όλες εκείνες τις αερολογίες για το εγώ και το μη-εγώ, νοούμενα και φαινόμενα και άλλα τέτοια, αρκετά συχνά ώστε να γνωρίζω ότι, επιχειρώντας ακόμη και να σκεφτεί αυτές τις ερωτήσεις, το ανθρώπινο μυαλό σπαρταράει αβοήθητο σαν ψάρι έξω από τα νερά του [...]"
Και πάλι προς τον ίδιο παραλήπτη, γράφει, στις 6 Μαΐου, 1863:
"Δεν είχα ποτέ μου έστω και ελάχιστη συμπάθεια για την a priori επιχειρηματολογία κατά της ορθοδοξίας, και τρέφω από τη φύση και το χαρακτήρα μου τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπάθεια προς την όλη σχολή των αθεϊστών και των απίστων. Εντούτοις γνωρίζω ότι είμαι, παρά τις ενστάσεις μου, αυτό ακριβώς που ένας Χριστιανός θα αποκαλούσε, και δικαιολογημένα απ' όσο μπορώ να δω, αθεϊστή και άπιστο. Δεν μπορώ να διακρίνω μια σκιά ή έστω μια υπόνοια αποδείξεως ότι το μεγάλο άγνωστο που υπόκειται των φαινομένων του σύμπαντος στέκεται ενώπιόν μας με τη μορφή ενός Πατέρα που μας αγαπά και νοιάζεται για μας, όπως διαβεβαιώνει ο Χριστιανισμός. Έτσι, αναφορικά με τα άλλα μεγάλα Χριστιανικά δόγματα, την αθανασία της ψυχής και τη μέλλουσα κατάσταση της ανταμοιβής και της τιμωρίας, ποιές πιθανές αντιρρήσεις μπορώ εγώ — που υποχρεώνομαι κατανάγκην να πιστέψω στην αθανασία αυτού που αποκαλούμε Ύλη και Δύναμη, και σε μια λίαν καταφανή παρούσα κατάσταση ανταμοιβής και τιμωρίας για τις πράξεις μας — να προβάλω σ' αυτά τα δόγματα; Δώστε μου μιαν αναλαμπή αποδείξεως και είμαι πρόθυμος να τα ενστερνιστώ με ενθουσιασμό."
Σχετικά με την προέλευση του όρου "αγνωστικιστής" για να περιγράψει τη στάση του, ο Χάξλεϋ έδωσε (Coll. Ess. v. pp. 237-239) την ακόλουθη εξήγηση:
"Έτσι σκέφτηκα, και εφηύρα τον κατάλληλο, κατά τη γνώμη μου, τίτλο 'αγνωστικιστής'. Μου ήρθε στο νου ως δηλωτικά αντίθετος στον τίτλο 'γνωστικιστής' της Εκκλησιαστικής ιστορίας, ο οποίος διατεινόταν ότι γνωρίζει τόσο πολλά για αυτά τα ίδια πράγματα που εγώ δηλώνω αδαής. Προς μεγάλη μου ικανοποίηση, ο όρος έπιασε."
Ο αγνωστικισμός του Χάξλεϋ πιστεύεται ότι είναι φυσική συνέπεια των φιλοσοφικών και διανοητικών συνθηκών της δεκαετίας του 1860, όταν η δυσανεξία του κλήρου προσπαθούσε να καταπνίξει τις επιστημονικές ανακαλύψεις που φαίνονταν να συγκρούονται με μια κυριολεκτική ερμηνεία του βιβλίου της Γένεσης και άλλα εδραιωμένα χριστιανικά δόγματα. Ο αγνωστικισμός δεν θα πρέπει, ωστόσο, να συγχέεται με τον ντεϊσμό, τον πανθεϊσμό ή άλλες ευνοϊκές προς την επιστήμη μορφές θεϊσμού.
Χάριν αποσαφήνισης, ο Χάξλεϋ δηλώνει, "Σε θέματα διανόησης, ακολουθήστε τη λογική μέχρι εκεί που μπορεί να σας βγάλει, χωρίς να σας απασχολεί οποιαδήποτε άλλη έγνοια. Και αντίστροφα: σε θέματα διανόησης, μην προσποιείστε ότι είναι βέβαια συμπεράσματα τα οποία δεν έχουν αποδειχθεί ή δεν μπορούν να αποδειχθούν" (Χάξλεϋ, Αγνωστικισμός, 1889). Ο Α. Γ. Μόμερι παρατηρεί ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ορισμός της εντιμότητας. Ο συνήθης ορισμός του Χάξλεϋ προχωρούσε ωστόσο πέραν της απλής εντιμότητας, καθώς επέμενε ότι αυτά τα μεταφυσικά ζητήματα ήταν θεμελιωδώς ανεξιχνίαστα.

Κάρολος Δαρβίνος

Στα 1879, καθώς ο Δαρβίνος έγραφε την αυτοβιογραφία του, έλαβε ένα γράμμα όπου τον ρωτούσαν αν πιστεύει στο Θεό, και αν ο θεϊσμός είναι συμβατός με την εξέλιξη. Απάντησε ότι ένας άνθρωπος "μπορεί να είναι ένθερμος Θεϊστής και παράλληλα εξελικτιστής", παραθέτοντας τον Τσαρλς Κίνγκσλεϋ (Charles Kingsley) και τον Άσα Γκρέυ (Asa Gray) ως παραδείγματα και λέγοντας για τον εαυτό του ότι "δεν υπήρξα ποτέ Άθεος με την έννοια της άρνησης της ύπαρξης του Θεού". Πρόσθεσε, "Σκέφτομαι ότι σε γενικές γραμμές (όλο και περισσότερο μάλιστα καθώς γερνάω), αλλά όχι πάντοτε, ο όρος Αγνωστικιστής θα περιέγραφε καλύτερα την πνευματική μου στάση."
Την Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 1881 ο Δαρβίνος δέχτηκε επίσκεψη από τους αθεϊστές Καθηγητές Λούντβιχ Μπύχνερ (Ludwig Büchner) και Έντουαρντ Έηβελινγκ (Edward Aveling) (μετέπειτα συνεργάτη της Ελέανορ Μαρξ - Eleanor Marx ). Ο γιος του Δαρβίνου Φρανκ ήταν παρών, και η σύζυγός του Έμμα (Emma Darwin) προσκάλεσε τον παλιό τους φίλο τον Αιδεσιμότατο Brodie Innes. Ο Δαρβίνος εξήγησε χαριτολογώντας ότι "ο Brodie κι εγώ είμαστε φίλοι εδώ και 30 χρόνια. Δεν έχουμε ποτέ συμφωνήσει απολύτως σε κανένα θέμα, αλλά κατά καιρούς έχουμε κοιτάξει ο ένας τον άλλον και σκεφτήκαμε τότε ότι ένας από τους δυό μας πρέπει να είναι πολύ άρρωστος". Στη συζήτηση που ακολούθησε το δείπνο, ο Δαρβίνος ρώτησε τους καλεσμένους του: "Γιατί αυτοαποκαλείστε Άθεοι;", λέγοντας ότι προτιμούσε τον όρο "Αγνωστικιστης". Ο Έηβελινγκ απάντησε, "Αγνωστικιστής δεν σημαίνει παρά Αθεϊστής, δοσμένο με αξιοπρέπεια - και Αθεϊστής σημαίνει απλώς Αγνωστικιστής, δοσμένο επιθετικά". Ο Δαρβίνος αποκρίθηκε ρωτώντας "Γιατί να είστε τόσο επιθετικοί;", αναρωτώμενος ποιο το όφελος να επιβάλεις νέες ιδέες στους ανθρώπους, τη στιγμή που η ελεύθερη σκέψη ήταν "μια χαρά" για τους μορφωμένους, ήταν όμως ο πολύς κόσμος "ώριμος για κάτι τέτοιο;" Ο Έηβελινγκ ρώτησε τότε τι θα γινόταν αν "οι επαναστατικές ιδέες της Φυσικής και Σεξουαλικής Επιλογής" είχαν περιοριστεί να είναι κτήμα "λίγων εκλεκτών" και είχε [ο Δαρβίνος] καθυστερήσει την έκδοση της Καταγωγής των Ειδών, πού θα βρισκόταν τότε ο κόσμος; Σίγουρα "το ίδιο το δικό του γλαφυρό παράδειγμα" ενθάρρυνε τους ελεύθερα σκεπτόμενους να διακηρύττουν την αλήθεια "φωνάζοντάς την από τις στέγες των σπιτιών", αλλά ενώ ο Δαρβίνος συμφωνούσε ότι ο Χριστιανισμός "δεν υποστηριζόταν από τις ενδείξεις", δεν είχε βιαστεί να επιβάλει την ιδέα αυτή σε κανέναν και μάλιστα "Δεν εγκατέλειψα τον Χριστιανισμό παρά αφού έφτασα σε ηλικία σαράντα ετών."

Μπέρτραντ Ράσσελ

Το φυλλάδιο του Μπέρτραντ Ράσσελ Γιατί Δεν Είμαι Χριστιανός , βασισμένο σε μια ομιλία του που εκφωνήθηκε το 1927, θεωρείται μια κλασική δήλωση αγνωστικής πεποίθησης. Το δοκίμιο συνοψίζει τις αντιρρήσεις του Μπέρτραντ Ράσσελ σε μερικά από τα επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού προτού εισέλθει σε συζητήσεις σχετικά με τις ηθικές αντιρρήσεις του προς τα διδάγματα του Χριστιανισμού. Στη συνέχεια, παρακινεί τους αναγνώστες του να "ορθοποδήσουν θαρραλέα και να κοιτάξουν τίμια τον κόσμο ως σύνολο", με "άφοβη στάση και απελευθερωμένη σκέψη".
Σε μεταγενέστερο φυλλάδιό του που τιτλοφορείται Είμαι Αθεϊστής ή Αγνωστικιστής; (με υπότιτλο Μια Έκκληση Για Ανεκτικότητα Εν Όψει Νέων Δογμάτων), ο Ράσσελ επιβεβαιώνει ότι είναι αγνωστικιστής με τη φιλοσοφική έννοια ότι δεν μπορεί να γνωρίζει την αλήθεια σχετικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού. Στο ίδιο έργο, ωστόσο, παραδέχεται ότι με το να αυτοαποκαλείται Αθεϊστής θα έδινε μια πιστότερη εικόνα της θρησκευτικής του στάσης σε ένα μη-φιλοσοφικό ακροατήριο.

Λογικός Θετικισμός

Οι λογικοί θετικιστές, όπως ο Ρούντολφ Κάρναπ (Rudolph Carnap) και ο Α. Τζ. Άγιερ (A. J. Ayer), θεωρούνται μερικές φορές εσφαλμένα αγνωστικιστές. Επιστρατεύοντας επιχειρήματα που θυμίζουν την περίφημη ρήση του Βιττγκενστάιν (Wittgenstein), "Για όσα δεν μπορούμε να μιλήσουμε, καλύτερα να μένουμε σιωπηλοί", έβλεπαν κάθε συζήτηση περί θεών ως κυριολεκτικά χωρίς νόημα. Για τους λογικούς θετικιστές και τους οπαδούς παρόμοιων σχολών σκέψης, προτάσεις σχετικές με θρησκευτικές και άλλες υπερβατικές εμπειρίες δεν θα μπορούσαν να έχουν μια τιμή αλήθειας, και θεωρούνταν ότι είναι χωρίς νόημα. Αυτό όμως περιλαμβάνει κάθε εξεφρασμένη γνώμη για τον Θεό, ακόμη και εκείνες τις αγνωστικές προτάσεις που αρνούνται ότι η γνώση του Θεού είναι δυνατή. Στο Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική, ο Άγιερ σαφώς απορρίπτει τον αγνωστικισμό με το σκεπτικό ότι ο αγνωστικιστής, μολονότι ισχυρίζεται ότι η γνώση του Θεού είναι αδύνατη, ωστόσο εξακολουθεί να δέχεται ότι προτάσεις σχετικά με τον Θεό έχουν νόημα.

Παραλλαγές

Οι θεϊστές και οι ισχυροί αθεϊστές διατυπώνουν προτάσεις σχετικά με τον κόσμο, οι θεϊστές ότι 'υπάρχει Θεός', οι ισχυροί αθεϊστές ότι 'δεν υπάρχει Θεός'. Οι αγνωστικιστές κάνουν μια πρόταση σχετικά με αυτές τις προτάσεις, 'δεν μπορεί κανείς να ξέρει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός'.
Ο αγνωστικισμός έχει υποφέρει σε μεγαλύτερο βαθμό από τις περισσότερες εκφράσεις φιλοσοφικών θέσεων από ονοματολογικές παρεκτροπές. Έχουμε ως παράδειγμα απόπειρες να συσχετιστεί ο αγνωστικισμός με τον αθεϊσμό. Η παράδοση "ελεύθερης σκέψης" του αθεϊσμού αποκαλεί την έλλειψη πίστης στην ύπαρξη οποιασδήποτε θεότητας "ασθενή αθεϊσμό" (ή "αρνητικό αθεϊσμό"). Ωστόσο, μπορεί κανείς ακόμη να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ασθενούς αθεϊσμού και αγνωστικισμού, κάνοντας διάκριση μεταξύ πίστης και γνώσης, οδηγώντας εκείνους που πιστεύουν ότι η γνώση του Θεού είναι αδύνατη να ισχυριστούν ότι ο αγνωστικισμός αφορά τη γνώση, ενώ ο αθεϊσμός/θεϊσμός αφορά την έλλειψη πίστης. Ο Αγνωστικός αθεϊσμός είναι μια σύνθεση των δύο.
Ο Τζωρτζ Σμιθ, ένας εξέχων αθεϊστής συγγραφέας, ισχυρίζεται ότι ολόκληρος ο αγνωστικισμός είναι μια μορφή αθεϊσμού (που ορίζεται εδώ ως "έλλειψη πίστης σε μια θεότητα"). (Βλ: Αθεϊσμός, η Υπόθεση Κατά του Θεού (Atheism, The Case Against God), του Τζωρτζ Χ. Σμιθ, 1989 Prometheus Books, NY). Το επιχείρημά του κατά του αγνωστικού θεϊσμού είναι ότι είναι αντιφατικό να πρεσβεύουμε ότι ένα ον είναι εγγενώς ή προς το παρόν άγνωστο, και εντούτοις να εκφράζουμε θετικά πίστη στην ύπαρξή του (το οποίο σημαίνει ότι ένα τουλάχιστον χαρακτηριστικό του - η ύπαρξη - είναι γνωστό). Περαιτέρω, επιχειρηματολογεί ότι "δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει κάποιος ότι κάτι υπάρχει χωρίς κάποια έστω γνώση του τι είναι αυτό που υπάρχει." Η έννοια του "θεού" καταλήγει χωρίς νόημα διότι δηλώνουμε ότι είναι ανεξιχνίαστη, και ο αγνωστικός θεϊστής διατυπώνει μια πρόταση ισοδύναμη με την παρακάτω: "υπάρχει μπλάρκ1 ." Ο κ. Σμιθ συγκρίνει αυτή την απροσδιόριστη πίστη με την μη πίστη και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλος ο αγνωστικισμός είναι μια μορφή αθεϊσμού. Ο αγνωστικός θεϊστής που επιθυμεί ακόμη να πιστεύει πρέπει να αποδώσει κάποιου είδους χαρακτηριστικά στην πίστη του, θέτοντας έτσι εαυτόν εκτός του πλαισίου του αγνωστικισμού (καθώς τώρα διεκδικεί κάποια γνώση επί της θεότητας), πράγμα που τον κάνει τώρα θεϊστή.
Οι υπηρεσίες συλλογής δεδομένων [1], [2] συχνά εμφανίζουν την κοινή χρήση του όρου, που διακρίνεται από τον αθεϊσμό λόγω της έλλειψης αμφισβήτησης της ύπαρξης των θεοτήτων. Οι αγνωστικιστές καταγράφονται δίπλα στους κοσμικούς, τους άθρησκους ή άλλες παρόμοιες κατηγορίες.
Άλλες παραλλαγές είναι:
  • Ο ισχυρός αγνωστικισμός (ή αλλιώς σκληροπυρηνικός αγνωστικισμός, κλειστός αγνωστικισμός, αυστηρός αγνωστικισμός) — η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
  • Ο ασθενής αγνωστικισμός (ή αλλιώς μετριοπαθής αγνωστικισμός, ανοιχτός αγνωστικισμός, εμπειρικός αγνωστικισμός) — η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.
  • Ο απαθής αγνωστικισμός (ή αλλιώς "ιγνωστικισμός" ή απαθεϊσμός) — η άποψη ότι το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη των θεοτήτων είναι χωρίς νόημα, διότι δεν έχει παρατηρήσιμες συνέπειες.
  • Ο αναπαραστατικός αγνωστικισμός (model agnosticism) — η άποψη ότι τα φιλοσοφικά και μεταφυσικά ερωτήματα δεν είναι εντέλει επαληθεύσιμα, αλλά ότι θα έπρεπε να οικοδομηθεί ένα μοντέλο ευέλικτων υποθέσεων πάνω στη βάση της λογικής σκέψης. Ας σημειωθεί ότι ο κλάδος αυτός του αγνωστικισμού διαφέρει από τους υπόλοιπους ως προς το ότι δεν εστιάζεται στο ερώτημα της ύπαρξης θεοτήτων.